- πᾳ
- πᾳ1 somehow ἐμὲ δ' ὦν πᾳ θυμὸς ὀτρύνει φάμεν (byz.: πα, πᾶ codd.: καὶ Schr.) O. 3.38 [εἰρήσεταί πᾳ κἀν βραχίστοις (Tricl.: πα κ' ἐν, που κἐν codd.: που κἀν Heyne) I. 6.59] [οὔ πα φυκτόν (v. l., Theon: παρφυκτόν codd. vulgo) P. 12.30]
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.